ἐπιθυμητικός — ἐπιθῡμητικός , ἐπιθυμητικός desiring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθυμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που έχει ροπή στο να επιθυμεί πάντοτε κάτι, που ακατανίκητα επιθυμεί. 2. το ουδ. ως ουσ., επιθυμητικό η ψυχική δύναμη του να επιθυμεί κανείς κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιθυμητικά — ἐπιθῡμητικά , ἐπιθυμητικός desiring neut nom/voc/acc pl ἐπιθῡμητικά̱ , ἐπιθυμητικός desiring fem nom/voc/acc dual ἐπιθῡμητικά̱ , ἐπιθυμητικός desiring fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητικῶν — ἐπιθῡμητικῶν , ἐπιθυμητικός desiring fem gen pl ἐπιθῡμητικῶν , ἐπιθυμητικός desiring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητικόν — ἐπιθῡμητικόν , ἐπιθυμητικός desiring masc acc sg ἐπιθῡμητικόν , ἐπιθυμητικός desiring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθυμητικός — καταθυμητικός, ή, όν (Α) επιθυμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμητικός (< θύμηση) (πρβλ. επι θυμητικός < επι θύμηση)] … Dictionary of Greek
πεθυμητικός — ή και ιά, ό επιθυμητός, ποθητός, αυτός που τόν ποθεί και τόν περιμένει κανείς («η ώρα η πεθυμητική ήρθεν, οπ ανιμένα [περίμεναν]», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμητικός με αφομοιωτική τροπή τού ι σε ε και σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
ՑԱՆԿԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 14c ա. ἑπιθυμητικός, ἑρωτικός concupiscibilis, cupidineus, desiderativus. Որ ինչ հայի ʼի ցանկութիւն մարմնոյ. *Ցանկական մասն երիկամացն: Որ յոգիսն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՑԱՆԿԱՑՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0909 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ՑԱՆԿԱԿԱՆ. ἑπιθυμητικός. *Զանգիտումն եւ յանդգնութիւն ʼի սրտմտականէն, իսկ վաւաշոտութիւն ʼի ցանկացողականէն լինի. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐπιθυμητικαῖς — ἐπιθῡμητικαῖς , ἐπιθυμητικός desiring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)